- βελουλκός
- βελουλκός, ο (Α)1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα2. το φυτό δίκταμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελουλκός — instrument for drawing out darts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελουλκία — βελουλκία, η (Μ) [βελουλκός] εξαγωγή, αφαίρεση βελών από τραύμα … Dictionary of Greek
βελουλκώ — βελουλκῶ ( έω) (Α) [βελουλκός] αφαιρώ, αποσπώ βέλος από τραύμα … Dictionary of Greek
βελουλκοῦ — βελουλκέω draw out darts pres imperat mp 2nd sg (attic) βελουλκέω draw out darts imperf ind mp 2nd sg (attic) βελουλκός instrument for drawing out darts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)